- ανεύρεση
- ητο να βρει κανείς κάτι χαμένο, ανακάλυψη: Η ανεύρεση ενός χαμένου πράγματος δίνει κάποια χαρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεύρεση — η (Α ἀνεύρεσις) [ανευρίσκω] 1. εύρεση χαμένου πράγματος 2. εφεύρεση, ανακάλυψη, επινόηση … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… … Dictionary of Greek
Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… … Dictionary of Greek
Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… … Dictionary of Greek
Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek